ψυχοληπτικός

ψυχοληπτικός
-ή, -ό, Ν
φρ. «ψυχοληπτικά φάρμακα» ή, απλώς, «τα ψυχοληπτικά»
(φαρμ.) ουσίες που ασκούν κατευναστική δράση στο κεντρικό νευρικό σύστημα και στον ψυχισμό.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. psycholeptique (< ψυχή + λαμβάνω].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”